πελεκητά

πελεκητά
πελεκητά̱ , πελεκητής
hewer
masc nom/voc/acc dual
πελεκητής
hewer
masc voc sg
πελεκητής
hewer
masc nom sg (epic)
πελεκητός
hewn
neut nom/voc/acc pl
πελεκητά̱ , πελεκητός
hewn
fem nom/voc/acc dual
πελεκητά̱ , πελεκητός
hewn
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”